εναντιοθελής

εναντιοθελής
ἐναντιοθελής, -ές (Μ)
ο αντίθετος προς τη θέληση κάποιου («ἐναντιοθελὲς τῷ Θεῷ» — αντίθετο προς τη θέληση τού Θεού, Θεόδ. Στουδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”